Oxford Spanish Dictionary
crusty <crustier crustiest> [αμερικ ˈkrəsti, βρετ ˈkrʌsti] ΕΠΊΘ
2. crusty (irascible):
- crusty person/reply
-
στο λεξικό PONS
crusty <-ier, -iest> [ˈkrʌsti] ΕΠΊΘ
2. crusty (grumpy, surly):
crusty <-ier, -iest> [ˈkrʌs·ti] ΕΠΊΘ
2. crusty (grumpy, surly):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- crusader
- crush
- crush barrier
- crushing
- crushproof
- crusty crustie
- crutch
- crux
- cry
- crybaby
- cry down