cosmopolite [αμερικ kɑzˈmɑpəˌlaɪt, βρετ kɒzˈmɒp(ə)lʌɪt] ΟΥΣ
cosmopolite → cosmopolitan
I. cosmopolitan [αμερικ ˌkɑzməˈpɑlətn, βρετ ˌkɒzməˈpɒlɪt(ə)n] ΕΠΊΘ
II. cosmopolitan [αμερικ ˌkɑzməˈpɑlətn, βρετ ˌkɒzməˈpɒlɪt(ə)n] ΟΥΣ
-
- cosmopolita αρσ θηλ
-
- cosmopolite
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.