breathable [αμερικ ˈbriðəb(ə)l, βρετ ˈbriːðəb(ə)l] ΕΠΊΘ
1. breathable (of the air):
- breathable
-
2. breathable (of clothes):
- breathable
-
-
- breathable
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.