axiomatic [αμερικ ˌæksiəˈmædɪk, βρετ ˌaksɪəˈmatɪk] ΕΠΊΘ
- axiomatic ΜΑΘ, ΦΙΛΟΣ
-
- axiomático (axiomática)
- axiomatic
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.