Oxford Spanish Dictionary
archaic [αμερικ ɑrˈkeɪɪk, βρετ ɑːˈkeɪɪk] ΕΠΊΘ
1. archaic ΑΡΧΑΙΟΛ:
- archaic
-
2. archaic ΓΛΩΣΣ:
- archaic word/use
-
- archaic style
-
3. archaic (antiquated):
- archaic custom/ideas
-
στο λεξικό PONS
- arcaico (-a)
- archaic
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.