academician [αμερικ ˌækədəˈmɪʃən, əˌkædəˈmɪʃən, βρετ əˌkadəˈmɪʃ(ə)n] ΟΥΣ
2. academician αμερικ (intellectual):
- academician
- intelectual αρσ θηλ
- académico (académica)
- academician
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.