Oxford Spanish Dictionary
Machiavellian, βρετ also Machiavelian [αμερικ ˌmɑkiəˈvɛliən, ˌmækiəˈvɛliən, βρετ ˌmakɪəˈvɛlɪən] ΕΠΊΘ
- Machiavellian
-
- maquiavélico (maquiavélica)
- Machiavellian
στο λεξικό PONS
- maquiavélico (-a)
- Machiavellian
- maquiavélico (-a)
- Machiavellian
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.