Oxford Spanish Dictionary
judeoespañol1 (judeoespañola) ΕΠΊΘ
I. judeoespañol2 (judeoespañola) ΟΥΣ αρσ (θηλ) (persona)
- judeoespañol (judeoespañola)
-
- judeoespañol (judeoespañola)
-
II. judeoespañol ΟΥΣ αρσ ΓΛΩΣΣ
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.