Oxford Spanish Dictionary
Christendom [αμερικ ˈkrɪs(ə)ndəm, βρετ ˈkrɪs(ə)ndəm] ΟΥΣ τυπικ χωρίς άρθ
- Christendom
-
-
- Christendom
στο λεξικό PONS
Christendom [ˈkrɪsəndəm] ΟΥΣ χωρίς πλ ΙΣΤΟΡΊΑ
- Christendom
- cristiandad θηλ
-
- Christendom
Christendom [ˈkrɪs·ən·dəm] ΟΥΣ ΙΣΤΟΡΊΑ
- Christendom
- cristiandad θηλ
-
- Christendom
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.