 
  
 I. tweed [twi:d] ΟΥΣ
1. tweed no pl (cloth):
-  tweed
-  Tweed αρσ <-s, -s>
2. tweed (clothes):
-  tweeds pl
-  
-  tweeds pl
-  Tweedkleider CH
II. tweed [twi:d] ΟΥΣ modifier
-  tweed
-  Tweed-
-  tweed jacket
-  Tweedjacke θηλ
 
  
 -  Tweed
-  tweed
-  
-  tweed jacket
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- tweed jacket
- Tweedjacke θηλ
