I. port·man·teau <pl -s [or -x]> [pɔ:tˈmæntəʊ, αμερικ pɔ:rtˈmæntoʊ] ΟΥΣ
1. portmanteau dated:
- portmanteau
-
2. portmanteau ΓΛΩΣΣ:
- portmanteau
- Schachtelwort ουδ
II. port·man·teau [pɔ:tˈmæntəʊ, αμερικ pɔ:rtˈmæntoʊ] ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
portmanteau ΟΥΣ
- portmanteau (word)
- Kofferwort ουδ
-
- portmanteau [word]
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- portmanteau word
- Schachtelwort ουδ