mon·gol [ˈmɒŋgəl, αμερικ ˈmɑ:ŋ-] ΟΥΣ dated προσβλ (person with Down's syndrome)
- mongol
-
I. Mon·gol [ˈmɒŋgəl, αμερικ ˈmɑ:ŋ-] ΟΥΣ
1. Mongol (person):
- Mongol
-
2. Mongol no pl (language):
- Mongol
-
- Mongol
-
II. Mon·gol [ˈmɒŋgəl, αμερικ ˈmɑ:ŋ-] ΕΠΊΘ
- Mongol
-
- mongolisch ΙΣΤΟΡΊΑ
- Mongol
- Mongole (Mon·go·lin)
- Mongol
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.