mo·lar1 [ˈməʊləʳ, αμερικ ˈmoʊlɚ] ΟΥΣ
1. molar ΑΝΑΤ (tooth):
- molar
-
- molar
- Molar αρσ <-en, -en> ειδικ ορολ
2. molar ΖΩΟΛ:
- molar
-
mo·lar2 [ˈməʊləʳ, αμερικ ˈmoʊlɚ] ΕΠΊΘ αμετάβλ ΧΗΜ, ΦΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.