I. lar·go [ˈlɑ:gəʊ, αμερικ ˈlɑ:rgoʊ] ΜΟΥΣ ΕΠΊΡΡ
- largo
- largo
II. lar·go [ˈlɑ:gəʊ, αμερικ ˈlɑ:rgoʊ] ΜΟΥΣ ΕΠΊΘ
- largo
- largo
III. lar·go [ˈlɑ:gəʊ, αμερικ ˈlɑ:rgoʊ] ΜΟΥΣ ΟΥΣ
- largo
- Largo ουδ <-s, -s>
- Largo
- largo
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.