I. iam·bic [aɪˈæmbɪk] ΛΟΓΟΤ ΕΠΊΘ αμετάβλ
- iambic
- jambisch ειδικ ορολ
II. iam·bic <pl -bi [or pl -buses]> [aɪˈæmbɪk] ΛΟΓΟΤ ΟΥΣ
- iambic
-
iam·bic pen·ˈtam·eter ΟΥΣ
- iambic pentameter
-
- iambic pentameter
-
-
- iambic pentameter
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- iambic pentameter