ˈglue-sniff·er ΟΥΣ
Schnüff·ler(in) <-s, -> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
1. Schnüffler οικ (Detektiv):
- Schnüffler(in)
-
- Schnüffler(in)
-
2. Schnüffler αργκ (Süchtiger):
- Schnüffler(in)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- glow wire
- glow-worm
- glucitol
- gluconic acid
- glucosamine
- glue-sniffer
- glue-sniffing
- glue stick
- gluey
- glum
- glume