homeo·path·ic [ˈhəʊmiə(ʊ)pæθɪk, αμερικ ˈhoʊmioʊ-] ΕΠΊΘ αμετάβλ
homoeo·path·ic ΕΠΊΘ αμετάβλ
homoeopathic → homeopathic
homeo·path·ic [ˈhəʊmiə(ʊ)pæθɪk, αμερικ ˈhoʊmioʊ-] ΕΠΊΘ αμετάβλ
al·lo·path·ic [ˌælə(ʊ)ˈpæθɪk] ΕΠΊΘ
-
- allopathisch ειδικ ορολ
psycho·path·ic [ˌsaɪkə(ʊ)ˈpæθɪk, αμερικ -kəˈ-] ΕΠΊΘ
1. psychopathic (violent):
2. psychopathic ΨΥΧ, ΙΑΤΡ:
so·cio·path·ic [ˌsəʊsiə(ʊ)ˈpæθɪk, αμερικ ˌsoʊsiəˈ-] ΕΠΊΘ
tele·path·ic [ˌtelɪˈpæθɪk, αμερικ -əˈ-] ΕΠΊΘ
cra·nial ˈos·teo·path ΟΥΣ ΙΑΤΡ
empathic ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.