στο λεξικό PONS
I. Ta·jik [ˈtɑ:ʤɪk] ΟΥΣ
1. Tajik (person):
- Tajik
-
2. Tajik (language):
- Tajik
- Tadschikisch ουδ
II. Ta·jik [ˈtɑ:ʤɪk] ΕΠΊΘ
- Tajik
-
- Tadschike (Ta·dschi·kin)
- Tajik
-
- Tajik
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Tajik rouble ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- Tajik rouble (TJR, Währung Tadschikistans)
-
-
- Tajik rouble
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.