στο λεξικό PONS
I. Ku·wai·ti [ku:ˈweɪti, αμερικ -t̬-] ΕΠΊΘ αμετάβλ
- Kuwaiti
-
II. Ku·wai·ti [ku:ˈweɪti, αμερικ -t̬-] ΟΥΣ
1. Kuwaiti (inhabitant of Kuwait):
- Kuwaiti
-
2. Kuwaiti ΓΛΩΣΣ:
- Kuwaiti
- Kuwaitisch ουδ
- Kuwaiter(in)
- Kuwaiti
-
- Kuwaiti
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.