I. Atha·bas·kan, Atha·pas·kan [ˌæθəˈbæskən, -ˈpæskən] ΟΥΣ
1. Athabaskan (person):
2. Athabaskan no pl (language):
II. Atha·bas·kan, Atha·pas·kan [ˌæθəˈbæskən, -ˈpæskən] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.