wattle [βρετ ˈwɒt(ə)l, αμερικ ˈwɑdl] ΟΥΣ
1. wattle:
- wattle ΙΣΤΟΡΊΑ, ΟΙΚΟΔ
- clayonnage αρσ
2. wattle ΖΩΟΛ (skin flap):
- wattle
- caroncule θηλ
3. wattle ΒΟΤ (tree):
- wattle
- acacia αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.