uninspiring [βρετ ʌnɪnˈspʌɪərɪŋ, αμερικ ˌənənˈspaɪ(ə)rɪŋ] ΕΠΊΘ
uninspiring person, performance, prospect:
-  uninspiring
 -  
 
 
 -  
 -  uninspiring
 
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.