unendurable [βρετ ʌnɪnˈdjʊərəb(ə)l, ʌnɛnˈdjʊərəb(ə)l, ʌnɪnˈdʒɔːrəb(ə)l, ʌnɛnˈdʒɔːrəb(ə)l, αμερικ ˌənənˈd(j)ʊrəb(ə)l] ΕΠΊΘ
- unendurable
-
-
- unbearable, unendurable
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.