Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
sensualist [βρετ ˈsɛnʃʊəlɪst, ˈsɛnsjʊəlɪst, ˈsɛnsjʊlɪst, αμερικ ˈsɛn(t)ʃ(u)ələst] ΟΥΣ (gen)
- sensualist ΦΙΛΟΣ
- sensualiste αρσ θηλ
στο λεξικό PONS
sensualist ΟΥΣ
- sensualist
-
sensualist ΟΥΣ
- sensualist
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.