Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
 
  
 scrutineer [βρετ ˌskruːtɪˈnɪə] ΟΥΣ
-  scrutineer
-  
 
  
 -  scrutateur (scrutatrice)
-  scrutineer
στο λεξικό PONS
scrutineer [ˌskru:tɪˈnɪəʳ, αμερικ -tnˈɪr] ΟΥΣ βρετ, αυστραλ
-  scrutineer
-  
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- scrummy
- scrump
- scrumptious
- scrumpy
- scrunch
- scrutineer
- scrutinise
- scrutinize
- scrutiny
- SCSI
- scuba
