Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
 
  
 rheumatics [βρετ rʊˈmatɪks, αμερικ ruˈmædɪks] ΟΥΣ + ρήμα ενικ οικ
-  rheumatics
-  rhumatismes αρσ πλ
I. rheumatic [βρετ rʊˈmatɪk, αμερικ ruˈmædɪk] ΟΥΣ (sufferer)
rheumatic fever ΟΥΣ
 
  
 -  rhumatisant (rhumatisante)
-  
-  rhumatismal (rhumatismale)
-  
στο λεξικό PONS
 
  
 rheumatics ΟΥΣ
rheumatics πλ + ενικ ρήμα οικ:
-  rheumatics
-  rhumatismes mpl
rheumatic [ru:ˈmætɪk, αμερικ -ˈmæt̬-] ΕΠΊΘ
-  rheumatic pain
-  
 
  
  
  
 rheumatics ΟΥΣ
rheumatics πλ + ενικ ρήμα οικ:
-  rheumatics
-  rhumatismes mpl
rheumatic [ru·ˈmæt̬·ɪk] ΕΠΊΘ
-  rheumatic pain
-  
 
  
 PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
