Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
 
  
 reflective [βρετ rɪˈflɛktɪv, αμερικ rəˈflɛktɪv] ΕΠΊΘ
1. reflective (thoughtful):
2. reflective (which reflects light, heat):
-  reflective material, strip, surface
-  
 
  
 στο λεξικό PONS
reflective ΕΠΊΘ
1. reflective (reflecting):
-  reflective
-  
reflective ΕΠΊΘ
1. reflective (reflecting):
-  reflective
-  
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
