Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
poignant [βρετ ˈpɔɪnjənt, αμερικ ˈpɔɪn(j)ənt] ΕΠΊΘ
- poignant
- poignant
- poignant (poignante) (émouvant)
- poignant
στο λεξικό PONS
poignant [ˈpɔɪnjənt] ΕΠΊΘ
poignant sight:
- poignant
- poignant(e)
- poignant(e) scène
- poignant
poignant [ˈpɔɪ·njənt] ΕΠΊΘ
poignant sight:
- poignant
- poignant(e)
- poignant(e) scène
- poignant
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.