Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
pestilent [βρετ ˈpɛstɪl(ə)nt, αμερικ ˈpɛstələnt] ΕΠΊΘ τυπικ
pestilent air:
- pestilent
-
στο λεξικό PONS
pestilent [ˈpestɪlənt, αμερικ ˈpestlənt], pestilential ΕΠΊΘ
1. pestilent (insalubrious):
- pestilent
-
2. pestilent (troublesome):
- pestilent
-
pestilent [ˈpes·t ə ·lənt], pestilential ΕΠΊΘ
1. pestilent (insalubrious):
- pestilent
-
2. pestilent (troublesome):
- pestilent
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.