Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
pedagogic, pedagogical [βρετ ˌpɛdəˈɡɒdʒɪk, ˌpɛdəˈɡɒɡɪk, αμερικ ˌpɛdəˈɡɑdʒɪk] ΕΠΊΘ
- pedagogic
-
- pédagogique activité, recherche, but, valeur
- educational, pedagogic
- pédagogique personnel, matériel, méthode
- teaching προσδιορ , pedagogic
στο λεξικό PONS
pedagogic(al) ΕΠΊΘ
- pedagogic(al)
-
pedagogic(al) ΕΠΊΘ
- pedagogic(al)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.