

I. opiate [βρετ ˈəʊpɪət, αμερικ ˈoʊpiət, ˈoʊpiˌeɪt] ΟΥΣ
1. opiate (derived from opium):
- opiate κυριολ
- opiacé αρσ
2. opiate (gen):
- opiate (narcotic)
- narcotique αρσ
II. opiate [βρετ ˈəʊpɪət, αμερικ ˈoʊpiət, ˈoʊpiˌeɪt] ΕΠΊΘ λογοτεχνικό
- opiate
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.