Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
ophthalmic [βρετ ɒfˈθalmɪk, ɒpˈθalmɪk, αμερικ ɑfˈθælmɪk, ɑpˈθælmɪk] ΕΠΊΘ βρετ
- ophthalmic nerve, vein
-
- ophthalmic surgeon, surgery, clinic, research
-
ophthalmic optician ΟΥΣ
- ophthalmic optician
- optométriste αρσ θηλ
-
- ophthalmic
-
- ophthalmic optician βρετ
στο λεξικό PONS
ophthalmic [ɒfˈθælmɪk, αμερικ ɑ:f-] ΕΠΊΘ
- ophthalmic
-
- ophthalmic medicine
- ophtalmologie θηλ
ophthalmic [af·ˈθæl·mɪk] ΕΠΊΘ
- ophthalmic
-
- ophthalmic medicine
- ophtalmologie θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- ophthalmic medicine
- ophtalmologie θηλ