Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette


licentious [βρετ lʌɪˈsɛnʃəs, αμερικ laɪˈsɛnʃəs] ΕΠΊΘ
- licentious
-


- licencieux (licencieuse)
- licentious
- dévergondé (dévergondée)
- debauched, licentious
στο λεξικό PONS
licentious [laɪˈsenʃəs] ΕΠΊΘ μειωτ τυπικ
- licentious
-


licentious [laɪ·ˈsen·(t)ʃəs] ΕΠΊΘ μειωτ τυπικ
- licentious
-


- dévergondé(e)
- licentious person
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.