intensifier [βρετ ɪnˈtɛnsɪfʌɪə, αμερικ ɪnˈtɛnsəˌfaɪ(ə)r] ΟΥΣ ΓΛΩΣΣ
- intensifier
- intensif αρσ
- amplificateur de brillance ΦΩΤΟΓΡ
- image intensifier
- amplificateur de luminance ΦΩΤΟΓΡ
- image intensifier
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.