Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
στο λεξικό PONS
I. repellent [rɪˈpelənt] ΟΥΣ
1. repellent (lotion for insects):
II. repellent [rɪˈpelənt] ΕΠΊΘ
I. repellent [rɪ·ˈpel· ə nt] ΟΥΣ
1. repellent (for insects):
II. repellent [rɪ·ˈpel· ə nt] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- inscrutability
- inscrutable
- inseam
- insect
- insect bite
- insect repellent
- insect spray
- insecure
- insecurity
- inseminate
- insemination