ingeniously [βρετ ɪnˈdʒiːnɪəsli, αμερικ ɪnˈdʒinjəsli] ΕΠΊΡΡ
ingeniously solve, design:
- ingeniously
-
- ingeniously designed
-
-
- ingeniously
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.