Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
στο λεξικό PONS
infertile [ɪnˈfɜ:taɪl, αμερικ -ˈfɜ:rt̬l] ΕΠΊΘ
1. infertile ΙΑΤΡ (sterile):
- infertile
-
2. infertile ΓΕΩΡΓ (unable to produce good crops):
- infertile
- infertile
infertile [ɪn·ˈfɜr·t̬ ə l] ΕΠΊΘ
1. infertile ΙΑΤΡ:
- infertile man, woman
-
2. infertile ΓΕΩΡΓ:
- infertile land
- infertile
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.