Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
incorporeal [βρετ ˌɪnkɔːˈpɔːrɪəl, αμερικ ˌɪnkɔrˈpɔriəl] ΕΠΊΘ (gen)
- incorporeal ΝΟΜ
-
- incorporel (incorporelle)
- incorporeal
στο λεξικό PONS
incorporeal [ˌɪnkɔ:ˈpɔ:rɪəl, αμερικ -kɔ:rˈ-] ΕΠΊΘ
- incorporeal
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.