Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
geisha [βρετ ˈɡeɪʃə, αμερικ ˈɡeɪʃə] ΟΥΣ a. geisha girl
- geisha
- geisha θηλ
- geisha
- geisha (girl)
στο λεξικό PONS
geisha, geisha girl ΟΥΣ
- geisha
- geisha θηλ
- geisha
- geisha
geisha, geisha girl ΟΥΣ
- geisha
- geisha θηλ
- geisha
- geisha
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.