I. diacritic [βρετ ˌdʌɪəˈkrɪtɪk, αμερικ ˌdaɪəˈkrɪdɪk] ΟΥΣ ΓΛΩΣΣ a. diacritical mark
- diacritic
-
II. diacritic [βρετ ˌdʌɪəˈkrɪtɪk, αμερικ ˌdaɪəˈkrɪdɪk] ΕΠΊΘ a. diacritical
1. diacritic ΓΛΩΣΣ:
- diacritic
-
2. diacritic (gen):
- diacritic
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.