deliberative [βρετ dɪˈlɪb(ə)rətɪv, αμερικ dəˈlɪbəreɪdɪv, dəˈlɪb(ə)rədɪv] ΕΠΊΘ
1. deliberative assembly, council:
- deliberative
-
- délibérant (délibérante)
- deliberative
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.