Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
asthmatic [βρετ asˈmatɪk, αμερικ æzˈmædɪk] ΟΥΣ ΕΠΊΘ
- asthmatic
- asthmatique αρσ θηλ
- breathless patient, asthmatic
-
-
- asthmatic
στο λεξικό PONS
I. asthmatic [æsˈmætɪk, αμερικ æzˈmæt̬-] ΟΥΣ
- asthmatic
- asthmatique αρσ θηλ
II. asthmatic [æsˈmætɪk, αμερικ æzˈmæt̬-] ΕΠΊΘ
- asthmatic
-
-
- asthmatic
I. asthmatic [æz·ˈmæt̬·ɪk] ΟΥΣ
- asthmatic
- asthmatique αρσ θηλ
II. asthmatic [æz·ˈmæt̬·ɪk] ΕΠΊΘ
- asthmatic
-
-
- asthmatic
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- assuredly
- Assyria
- Assyrian
- astatine
- aster
- asthmatic
- astigmatic
- astigmatism
- astir
- ASTMS
- astonish