Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
arable [βρετ ˈarəb(ə)l, αμερικ ˈɛrəb(ə)l] ΕΠΊΘ
arable crop, land, sector:
- arable
- arable
arable farming ΟΥΣ U
- arable farming
- agriculture θηλ
arable farmer ΟΥΣ
- arable farmer
-
-
- arable
- arable
- arable
στο λεξικό PONS
arable [ˈærəbl, αμερικ ˈer-] ΕΠΊΘ
- arable
- arable
-
- arable
- arable
- arable
arable [ˈer·ə·bl] ΕΠΊΘ
- arable
- arable
- arable
- arable
-
- arable
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.