Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
amateurish [βρετ ˈamətərɪʃ, αμερικ ˈæmədərɪʃ, ˌæməˈt(j)ʊrɪʃ, æməˈtʃʊrɪʃ] ΕΠΊΘ μειωτ
amateurish work, campaign, attitude:
amateurism [βρετ ˈamətərɪz(ə)m, ˈamətʃərɪz(ə)m, αμερικ ˈæmədəˌrɪzəm, ˈæməˌt(j)ʊˌrɪzəm, ˈæməˌtʃʊˌrɪzəm] ΟΥΣ
I. amateur [βρετ ˈamətə, ˈamətʃə, ˈamətʃʊə, ˌaməˈtəː, αμερικ ˈæmədər, ˈæməˌtər, ˈæmətʃər] ΟΥΣ
II. amateur [βρετ ˈamətə, ˈamətʃə, ˈamətʃʊə, ˌaməˈtəː, αμερικ ˈæmədər, ˈæməˌtər, ˈæmətʃər] ΕΠΊΘ προσδιορ
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- amalgam
- amalgamate
- amalgamation
- amanuensis
- amaranth
- amateurishly
- amateurism
- amatory
- amaze
- amazed
- amazement