I. agrochemical [βρετ aɡrəʊˈkɛmɪk(ə)l, αμερικ ˌæɡroʊˈkɛmək(ə)l] ΟΥΣ
- agrochemical
-
II. agrochemicals ΟΥΣ (industry)
-
- agrochimie θηλ
III. agrochemical [βρετ aɡrəʊˈkɛmɪk(ə)l, αμερικ ˌæɡroʊˈkɛmək(ə)l] ΕΠΊΘ
- agrochemical
-
-
- agrochemical
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.