I. Savoyard [βρετ ˌsavɔɪˈɑːd, səˈvɔɪɑːd, αμερικ səˈvɔɪərd, ˌsæˌvɔɪˈ(j)ɑrd] ΟΥΣ
1. Savoyard (person):
- Savoyard
- Savoyard/-e αρσ/θηλ
2. Savoyard (dialect):
- Savoyard
- savoyard αρσ
II. Savoyard [βρετ ˌsavɔɪˈɑːd, səˈvɔɪɑːd, αμερικ səˈvɔɪərd, ˌsæˌvɔɪˈ(j)ɑrd] ΕΠΊΘ
- Savoyard
- savoyard
- Savoyard (Savoyarde)
- Savoyard
- savoyard (savoyarde)
- Savoyard
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.