Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
orthodoxy [βρετ ˈɔːθədɒksi, αμερικ ˈɔrθəˌdɑksi] ΟΥΣ (gen)
- orthodoxy ΘΡΗΣΚ
- orthodoxie θηλ
στο λεξικό PONS
orthodoxy <-xies> [ˈɔ:θədɒksi, αμερικ ˈɔ:rθədɑ:k-] ΟΥΣ (orthodox practice)
- orthodoxy
- orthodoxie θηλ
orthodoxy <-xies> [ˈɔr·θə·dak·si] ΟΥΣ (orthodox practice)
- orthodoxy
- orthodoxie θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.