άφθαρτ|ος <-η, -ο> [ˈafθartɔs] ΕΠΊΘ
1. άφθαρτος (ακατάλυτος, που δεν καταστρέφεται):
2. άφθαρτος μτφ (φήμη):
3. άφθαρτος (ρούχο: που δε φθάρθηκε):
φόρτος [ˈfɔrtɔs] SUBST αρσ
1. φόρτος (φορτίο):
-
- Belastungskurve θηλ
2. φόρτος μτφ (βάρος):
άθαφτ|ος <-η, -ο> [ˈaθaftɔs] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.