Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „υπόληψη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

υπόληψ|η <-εις> [iˈpɔlipsi] SUBST θηλ

1. υπόληψη (εκτίμηση):

υπόληψη
Achtung θηλ

2. υπόληψη (καλή φήμη):

υπόληψη
Ansehen ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский