εξελιγμέν|ος <-η, -ο> [ɛksɛliɣˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ
ανοιγμέν|ος <-η, -ο> [aniɣˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ
ταραγμέν|ος <-η, -ο> [taraɣˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ
1. ταραγμένος (θάλασσα):
2. ταραγμένος (άνθρωπος):
ενειλιγμέν|ος <-η, -ο> [ɛniliˈɣmɛnɔs] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.